τρισχιλιετής

τρισχιλιετής
-ές / τρισχιλιέτης, -ις, -ίετες, ΝΑ
αυτός που καλύπτει χρονικό διάστημα τριών χιλιάδων ετών («η τρισχιλιετής ιστορία τού νησιού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισχίλιοι + -ετής / -έτης (< ἔτος), πεντα-ετής / -έτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”